Friday, November 2, 2012

Encardia, η πέτρα που χορεύει




Την πρώτη φορά που είδα την ταινία «Encardia, η πέτρα που χορεύει» δεν ήξερα παρά μονάχα τρία πράγματα: ότι βρισκόμουν στην Κάτω Ιταλία εντελώς αναπάντεχα και κατά τύχη, πραγματοποιώντας ένα όνειρο χρόνων, ότι οι Encardia, ο Άγγελος Κοβότσος, ο σκηνοθέτης της ταινίας και ο Γιώργος Πουλίδης, o παραγωγός, ήταν συνταξιδιώτες μας σε αυτό το ταξίδι και ότι ο χώρος στον οποίο θα προβαλλόταν η ταινία, η κεντρική πλατεία του χωριού Σπέκια, στα πλαίσια του φεστιβάλCinema del reale αποτελούσε από μόνος του σκηνικό ταινίας. Η κατάλληλη ατμόσφαιρα.





52 λεπτά αργότερα (γιατί η πρώτη μύηση ήταν με τη συντομευμένη εκδοχή της ταινίας) ντρεπόμουν να ρουφήξω τη μύτη μου γιατί βρισκόμουν μεταξύ αγνώστων (όχι δηλαδή ότι αν βρισκόμουν μεταξύ γνωστών θα ήταν καλύτερα, αλλά λέμε τώρα) και ευχόμουν να μην ανάψουν σύντομα τα φώτα, να προλάβω να συνέλθω. Η βράβευση της ταινίας που ακολούθησε μετά τη θέαση μου φάνηκε σαν φυσικό επακόλουθο.








Βγαίνοντας από το χώρο της προβολής συνειδητοποιώ ότι περπατώ στους δρόμους που έβλεπα στην ταινία. Και οι Encardia είναι εκεί και παίζουν την μουσική τους.



Δύο παράλληλες ταινίες. Ήθελα να πλησιάσω τον Άγγελο, τον σκηνοθέτη, που ούτε καν είχαμε προλάβει να γνωριστεί, να του εκφράσω το πόσο με είχε συγκλονίσει η ταινία του. Αλλά ό,τι κι αν σκεφτόμουν να του πω μου φαινόταν λίγο μπροστά σε αυτά που είχα νιώσει. Αρκέστηκα μόνο στο να του πω ότι «αν ήταν έτσι τα 50 λεπτά της ταινίας δεν μπορώ να φανταστώ πώς θα είναι τα 80».
Τη δεύτερη φορά που είδα την ταινία δεν είχαν περάσει καλά καλά 24 ώρες από την προηγούμενη. Βρισκόμασταν στο Corigliano dOtrando, στο αγρόκτημα της οικογένειας Avantaggiato. Κι αν το σκηνικό της πρώτης μέρας ήταν ιδανικό για την προβολή, αυτό εδώ ήταν βγαλμένο από παραμύθι. Το αγρόκτημα δίπλα στις γραμμές του τρένου κι ένα πέτρινο θεατράκι περιτριγυρισμένο από ελιές, κυπαρίσσια και άλογα.











Πέτρα και χώμα. Και σχεδόν όλοι οι πρωταγωνιστές της ταινίας, εκεί. Ο Rocco Avantaggiato μας ξενάγησε σε ολόκληρο το αγρόκτημα. Αναγνώριζα σκηνικά από την ταινία κι αναρωτιόμουν αν τα σκυλιά και άλογα που έβλεπα γύρω μου ήταν αυτά που έβλεπα και στην ταινία. Λίγο πριν την προβολή ο παππούς Avantaggiato, ο Giovanni πήρε το ακορντεόν και άρχισε να μας παίζει. Έψαχνα με το βλέμμα μου τριγύρω την γυναίκα του, την Angela μιας και η παρουσία τους στην ταινία ήταν ένα από τα σκηνικά που με είχαν συγκινήσει ιδιαίτερα. Δεν την βρήκα αλλά αργότερα, έχοντας ήδη πιάσει τη θέση μου στο θεατράκι, είδα τους πάντες να καταφτάνουν για την προβολή: το Rocco και τον Giovanni Avantaggiato με την γυναίκα του την Angela, τη Manuela που έμαθε γκρίκο για να καταλαβαίνει τους γονείς της όταν αυτοί λέγανε πράγματα μεταξύ τους που  δεν ήθελαν να ακούει, τη γιαγιά Ndata, την Enza Magnolo και άλλοι που σίγουρα ξεχνάω. Απόλυτο σκοτάδι, μονάχα ο ήχος από τα τριζόνια και η προβολή ξεκινάει. Οι γιαγιάδες που καθόντουσαν μπροστά μου σχολίαζαν τις σκηνές στις οποίες έπαιζαν. Χασκογελάγανε μεταξύ τους ψιθυρίζοντας η μία στο αυτί της άλλης σαν μαθητριούλες. Το τέλος της ταινίας με βρήκε για άλλη μια φορά δακρυσμένη αλλά αυτή τη φορά επειδή μπροστά μου είχαν σηκωθεί πρωταγωνιστές και συντελεστές της ταινίας. Πρωταγωνιστές που δεν ήταν ηθοποιοί άλλα άνθρωποι που με τις ιστορίες τους και τα λόγια τους, πότε γκρίκο, πότε σπασμένα ελληνικά και πότε ιταλικά μου είχαν διηγηθεί την ιστορία μιας γλώσσας που ως τώρα γνώριζα μόνο μέσα από τα τραγούδια των Encardia.



Όλη αυτή η συσσωρευμένη συγκίνηση βγήκε μετά στο γλέντι που ακολούθησε στο αγρόκτημα, με τις ταραντέλες να εναλλάσσονται με καλαματιανό, ταμπορέλα, ακορντεόν, κιθάρες και κρασί και
φαγητό που παράγεται μέσα αγρόκτημα.

Add caption



Θα με περάσετε για τρελή αν σας πω ότι είδα την ταινία τρίτη φορά για τρίτη συνεχόμενη μέρα. Γι’ αυτό δεν θα σας το πω. Η ταινία την επόμενη μέρα προβλήθηκε στη Στερνατία ή αλλιώς στη «χώρα μου», στα γκρίκο.





Πριν την προβολή συναντήσαμε άλλο ένα πρόσωπο της ταινίας, τον ποιητή Gaetano. Επισκεφτήκαμε το σύλλογο «Χώρα μου», ένα σύλλογο για την ελληνική παράδοση και τη γλώσσα.

 

Eκεί ο Gaetano μας απήγγειλε στα γκρίκο κάποια ποιήματά του.








Για άλλη μια φορά ζούσα live ένα σκηνικό από την ταινία. Δεν θα σας πω ότι για άλλη μια φορά συγκινήθηκα γιατί θα καταντήσω γραφική. Κατά τη διάρκεια της προβολής, ηλικιωμένοι άνθρωποι που μιλάνε γκρίκο με πλησιάζουν. Μου μιλάνε, με ρωτάνε αν καταλαβαίνω και με κάνουν να νιώσω την ανάγκη που έχουν να μιλήσουν αυτή τη γλώσσα. Μου φέρνουν αγκαλιά τα εγγόνια τους και τα βάζουν να μου λένε τις σκόρπιες λέξεις που τους έχουν μάθει: «φέγγο», «αγέρα», «μαντία». Μετά την προβολή ακολουθεί συναυλία την Encardia μαζί με το συκγρότημα “Asteria”.





Ο Γιώργος Πουλίδης και ο Άγγελος Κοβότσος όλες αυτές τις μέρες τραβάνε συνεχώς πλάνα. Σαν να ετοιμάζουν μια δεύτερη ταινία…


Την τέταρτη φορά που είδα την ταινία ήταν σαν το παζλ να είχε ολοκληρωθεί. Είχαμε πλέον επισκεφτεί σχεδόν όλα τα χωριά και τα μέρη στα οποία γυρίστηκε και στο χωριό Καλημέρα



βρίσκονται ο Franco Corliano και Roberto ο Licci με την αδερφή του την Francesca. Ο Corliano είναι ο στιχουργός και συνθέτης του τραγουδιού Andra mu paei που πρωτατραγουδήθηκε από την Francesca Licci και αργότερα από την Φαραντούρη.



Αν πρώτα έχεις δει τον Corliano να διηγείται το πώς γράφτηκαν οι στίχοι του τραγουδιού “andra mu paei”, το να τον βλέπεις να ανεβαίνει στην σκηνή μαζί με τον Roberto και την Francesca Licci για να το τραγουδήσουν όλοι μαζί εκτός από ιστορική στιγμή είναι και μία στιγμή που σου γεννάει χιλιάδες συναισθήματα. Ξέρω ότι πλέον δεν πρόκειται να ξανακούσω αυτό το τραγούδι με τον ίδιο τρόπο που το άκουγα παλιά. Και μπορεί λόγω του ρεφρέν να επικράτησε ο τίτλος “andra mu paei” αλλά ο πρώτος τίτλος του τραγουδιού, “Klama” είναι αυτός που πραγματικά του ταιριάζει. Κλάμα.



Την πέμπτη φορά που είδα την ταινία ήταν χτες στη πρεμιέρα της ταινίας στη Ταινιοθήκη Αθηνών. Και ήταν σα να την έβλεπα για πρώτη φορά. Γιατί όλες τις προηγούμενες φορές δεν την είχα δει. Την είχα ζήσει.

Το μόνο που απομένει λοιπόν είναι ένα τεράστιο ευχαριστώ στον Άγγελο Κοβότσο, στο Γιώργο Πουλίδη και τους Encardia που μου έδωσαν την ευκαιρία να ζήσω όλα τα παραπάνω κι ακόμα περισσότερα, να μάθω για τα γκρίκο, για τους ανθρώπους που τα μιλούν, για την παράδοση της Κάτω Ιταλίας, για την ταραντέλα αλλά κυρίως που μου θύμισαν πώς είναι να συγκινείσαι κάθε μέρα και όχι μια φορά στο τόσο.

Όλοι οι υπόλοιποι δεν έχετε παρά να πάτε να δείτε την
ταινία. θα προβάλεται καθημερινά στον κινηματογράφο ΛΑΪΣ-ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ
(Ιερά Οδός 48)
Ώρες προβολών: 6.30μμ, 8.15μμ, 10.15μμ
Σάββατο & Κυριακή: 5.00μμ, 6.30μμ, 8.15μμ, 10.15μμ
Τιμή εισιτηρίου:   7
ευρώ, 4 ευρώ για άνω 65, φοιτητές, ανέργουςΣάββατο & Κυριακή 5 ευρώ για τη
προβολή των 5.00μμ





1 comment:

  1. Τέτοια ταξίδια παίρνουν άλλο νόημα απο κάποιους ανθρώπους που τα γεμίζουν με το δικό τους φώς, ήρεμα και εσωτερικά, με κρίση και διάκριση, με αγάπη και ταπείνωση. Με το είναι τους σε κάθε στιγμή. Κι έπειτα σου προσφέρουν απλόχερα αυτά που έζησαν, αυτά που πήραν για να τα πάρεις πίσω και να τα κάνεις πάλι τραγούδια και ζωή. Και πάλι να τα δώσεις πίσω κι έτσι να συνεχίζεται ο κύκλος. Της Ζωής.

    ReplyDelete