Wednesday, October 21, 2009
Μία τυπική μέρα στα Εξάρχεια!
Μία τυπική μέρα στα Εξάρχεια, διασκευασμένη σε παιδικό τραγούδι, από τον εκπληκτικό Δημήτρη Μπασλάμ και σε αφήγηση Αντώνη Καφετζόπουλου. Ο νοών, νοείτο. Όποιος δε νοήσει μάλλον δεν πίνει τον καφέ του στα Εξάρχεια με θέα μπλε και χακί αγαλματίδια.
Τα τσιγκέλια δεν είναι του χασάπη:
Μία του λοιπόν και δυο να ‘τος πάλι στο σταθμό.
Κι από κει για το ταξίδι με το πρώτο πρωινό.
Με τα πολλά σαν έφτασε έκατσε πάλι στην πλατεία, χαιρέτησε την Πελάγια και κάθισε να δροσιστεί.
Αμέσως όμως ένιωσε πως κάποιος τον κοιτάζει, πώς κάποιος με τα μάτια του μπορεί και τον ταράζει.
Σαν τηλεσκόπιο γύρισε να ελέγξει την πλατεία, να δει γι' αυτό που ένιωθε, ποιός είναι η αιτία;
Αχα! Απέναντι ακριβώς, στο τέλειωμα του δρόμου, τον κοίταζαν επίμονα τα μάτια του αστυνόμου.
Κοντός με στρογγυλή κοιλία, σχεδόν σα δυο βαρέλια και δυο μουστάκια γυριστά σα μυτερά τσιγκέλια.
Στα γρήγορα σηκώθηκε και πλήρωσε να φύγει μα φεύγοντας σιγά σιγά το βήμα του ανοίγει.
Σε λίγο βέβαια έτρεχε μεσ’ στα στενά σοκάκια μα και ο αστυνόμος πίσω του κρατώντας τα μουστάκια.
Πέρασε δέκα δρόμους, δώδεκα δρομάκια, μπήκε σε οκτώ αυλές και δύο ποταμάκια. Στο πάρκο τέλος ξέφυγε πηδώντας απ’ το φράκτη και κρύφτηκε στις κούνιες μπροστά απ’ τον καταρράκτη.
Κάθισε σκυφτός να φύγει απ’ το καρτέρι μα έπιασε τον ώμο του με δύναμη ένα χέρι.
Γυρνάει, κι ήτανε εκεί μπροστά του ο αστυνόμος, κι ο ληστής ακούνητος. Τον είχε πιάσει τρόμος.
- Τι πάθατε και τρέχετε του λέει τρομαγμένος; Είμαι απροπόνητος και μόλις φαγωμένος.
Κι αρχίζει να του λέει πως ήθελε από πάντα μια τέτοια ίδια κόκκινη σαν την καρό του τσάντα. Και επίμονα του ζήταγε να του ‘δινε αυτή, πως τάχα είναι ο νόμος, πως είναι διαταγή.
- Μα είναι δώρο απάντησε. Δε γίνεται αυτό. Το δώρο δε δωρίζεται. Έτσι είναι το σωστό.
Κι αφού τον ξεφορτώθηκε και πήρε μιαν ανάσα, στην Πελαγία παρήγγειλε γκαζόζες μία κάσα.
Μετά άνοιξε το τετράδιο και διάβασε από πίσω μια λίστα με παιδιά σαν το μικρό Άρίστο.
Παιδί χωρίς αγάπη, χωρίς ωραία δώρα, χωρίς παρέα για παιχνίδι και λίγη περίσσια ώρα. Το γέλιο θα του έλειπε, μπορεί και να ΄χε λίγο. Ίσως και το ελάχιστο. Πιο λίγο κι από λίγο.
Μετά περίμενε για ώρα να ‘ρθει και πάλι σκοτεινιά. Κι όλη τη νύχτα σα ζορό στα σπίτια έμπαινε ξανά. Ως τις 7 που ξυπνήσαν τα παιδιά και είδαν νυσταγμένα, με μάτια γουρλωμένα, αυτά που ο Γαργαλιστής του είχε αφημένα. Το μπουκαλάκι κι ένα γράμμα.
Το ε κ π λ η κ τ ι κ ό τραγουδάκι μπορείτε να το βρείτε ΕΔΩ. Ολόκληρο το σιντί να πάτε να το αγοράσετε γιατί αξίζει τον κόπο. Αφήστε που έχει μέσα και αυτό το τραγούδι που είναι τόσο μα τόσο επίκαιρο. Οι δικοί μας, μας έβαζαν τα Τραγούδια του δρόμου για να πάρουμε γεύση μιας εποχής που είχε περάσει. Εσείς αύριο μεθαύριο τι θα έχετε να βάζετε στα παιδιά σας;;
**Κυρία μεσήλικη, που τραβάει τα φωνήεντα στο τέλος των λέξεων, μιλάει στο τηλέφωνό:
- Ναι, γειααα σααας. Μία πληροφριιιιία θα ήθελα να μου δώσετεεεε. Ξέρετε αν αύριο θα κάνουν πορεία οι αναρχικοιιιιιί;;
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
No comments:
Post a Comment